Γιαγιά μου, γιαγιά μου, που δεν είσαι γιαγιά, αλλά είσαι η γιαγιά που θα ήθελα πάντα να έχω. Η γιαγιά που φοράει τα γυαλιά της χαμηλά στη μύτη και κάθεται στην καρεκλίτσα με όλα τα σκασμένα γύρω της και τους λέει παραμύθια. Και είναι αυτές οι μοναδικές φορές που κάθονται όλα τα διαόλια ήσυχα και κρέμονται από τις λέξεις σου.
Τις λέξεις που τρέχουν σα νερό στις λευκές σελίδες του λευκού βιβλίου με την ξύλινη προβλήτα και την καφέ βαλίτσα. Τις λέξεις για το νησί και το καλοκαίρι. Για τους Αυγούστους.
Ήμουν τελευταία - επίτηδες - στην ουρά που ποτέ δεν τέλειωνε. Σε πλησίασα, σου είπα "Γιαγιά μου, σ' αγαπώ" και σ' αγκάλιασα κι εσύ έμεινες να με κοιτάς με ένα ερωτηματικό στο βλέμμα και μετά σου είπα ποια είμαι. Και η φάτσα ξαφνικά άλλαξε και μου χάρισες το πιο λαμπερό σου χαμόγελο και την πιο μεγάλη αγκαλιά. Και αυτή τη φάτσα δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Κάτι μου έγραψες στην πρώτη σελίδα, το διάβασα μετά στο μετρό και έμεινα άφωνη. Κάτι που θα το κρατήσω για μένα. Σ' ευχαριστώ.
Τις λέξεις που τρέχουν σα νερό στις λευκές σελίδες του λευκού βιβλίου με την ξύλινη προβλήτα και την καφέ βαλίτσα. Τις λέξεις για το νησί και το καλοκαίρι. Για τους Αυγούστους.
Ήμουν τελευταία - επίτηδες - στην ουρά που ποτέ δεν τέλειωνε. Σε πλησίασα, σου είπα "Γιαγιά μου, σ' αγαπώ" και σ' αγκάλιασα κι εσύ έμεινες να με κοιτάς με ένα ερωτηματικό στο βλέμμα και μετά σου είπα ποια είμαι. Και η φάτσα ξαφνικά άλλαξε και μου χάρισες το πιο λαμπερό σου χαμόγελο και την πιο μεγάλη αγκαλιά. Και αυτή τη φάτσα δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Κάτι μου έγραψες στην πρώτη σελίδα, το διάβασα μετά στο μετρό και έμεινα άφωνη. Κάτι που θα το κρατήσω για μένα. Σ' ευχαριστώ.