Άκουσα πως ο καιρός θα ξαναχαλάσει. Θα ξαναβάλει κρύο, βροχές. Αλλά εμένα δε με νοιάζει. Γιατί αυτές τις μέρες δεν θα μου τις πάρει κανείς. Τις μέρες που με ζαβλακώνει ο ήλιος και τα μαλλιά μου μπαίνουν μες στο πρόσωπό μου και δεν βλέπω μπροστά μου και κάνω οχτάρια. Τις μέρες που κάνουμε αμέτρητα χιλιόμετρα κάτω στην παραλία και πάνω στο βουνό. Που τα λάστιχα πιάνουν φωτιά και στην κατηφόρα δεν πατώ φρένο και η αδρεναλίνη μου ανεβαίνει στα ύψη. Που σταματάω στη μαρίνα για να δω τις βάρκες και τα σκαφάκια και πίσω τον ήλιο να δύει.
Τις μέρες που αρχίζω να σκέφτομαι το νησί και το λιώσιμο στην ξαπλώστρα του Άι Γιάννη με το βιβλίο κολλημένο στη μούρη μου και το άρωμα του αντιηλιακού και το φρέντο εσπρέσσο να ιδρώνει και να ζεσταίνεται.
Και πριν από το νησί, δεν θα μου πάρει κανείς τις μέρες που χαζεύω τις πικροδάφνες στο δρόμο και τα λουλούδια στον κήπο της μάνας τα πολύχρωμα και τα καταπράσινα χωράφια με τις κόκκινες παπαρούνες και τις μωβ ανεμώνες και τη μυρωδιά του κεριού τη Μ. Παρασκευή και το βράδυ της Ανάστασης.
Ούτε τιςμέρες νύχτες πάνω στο Λυκαβηττό με τα αμέτρητα φωτάκια της πόλης και τα κουτιά της μπύρας στο χέρι. Και τη μυρωδιά του αντικουνουπικού στο δέρμα με φόντο μια ασπρόμαυρη ιταλική ταινία στο θερινό της δεξαμενής.
Το καλοκαίρι θα 'ρθει και θα πάρει και μένα μαζί...
Τις μέρες που αρχίζω να σκέφτομαι το νησί και το λιώσιμο στην ξαπλώστρα του Άι Γιάννη με το βιβλίο κολλημένο στη μούρη μου και το άρωμα του αντιηλιακού και το φρέντο εσπρέσσο να ιδρώνει και να ζεσταίνεται.
Και πριν από το νησί, δεν θα μου πάρει κανείς τις μέρες που χαζεύω τις πικροδάφνες στο δρόμο και τα λουλούδια στον κήπο της μάνας τα πολύχρωμα και τα καταπράσινα χωράφια με τις κόκκινες παπαρούνες και τις μωβ ανεμώνες και τη μυρωδιά του κεριού τη Μ. Παρασκευή και το βράδυ της Ανάστασης.
Ούτε τις
Το καλοκαίρι θα 'ρθει και θα πάρει και μένα μαζί...